ευλογιοειδής

ευλογιοειδής
-ές
αυτός που μοιάζει με τη νόσο ευλογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευλογία + -ειδής (πρβλ. δυσ-ειδής, πεπονο-ειδής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευλογία — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος με επιδημικό χαρακτήρα και με βαριά γενικά συμπτώματα και δερματικές εκδηλώσεις (φλύκταινες). Παρατηρείται φυλετική προδιάθεση προς τη μαύρη φυλή. Η ε. (γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους στους λαούς της… …   Dictionary of Greek

  • φλυκταίνωση — η / φλυκταίνωσις, ώσεως, ΝΑ [φλυκταινῶ] σχηματισμός φλυκταινών νεοελλ. (ειδικά) ιατρ. 1. πάθηση που χαρακτηρίζεται από πολλαπλό φλυκταινώδες εξάνθημα 2. φρ. «γενικευμένη οξεία ευλογιοειδής φλυκταίνωση» ιατρ. βαριά επιπλοκή τού βρεφικού εκζέματος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”